- ἀρωματικῆς
- ἀρωματικόςaromaticfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βενζόλιο ή βενζένιο — Οργανική ουσία αρωματικού χαρακτήρα, η οποία αποτελείται από 6 άτομα άνθρακα και 6 άτομα υδρογόνου. Την ανακάλυψε το 1825 ο Φαραντάι στο ελαιώδες υπόλειμμα του φωταερίου και το παρασκεύασε για πρώτη φορά συνθετικά ο Μπερτελό το 1866… … Dictionary of Greek
δυσαναλογία — Η έλλειψη αναλογίας, συμμετρίας. (Χημ.) Οξειδοαναγωγικό, διαμοριακό φαινόμενο, που συντελείται όταν δύο μόρια αλδεϋδών ειδικού χημικού τύπου υποβάλλονται σε αντίδραση με την παρουσία ισχυρών αλκάλεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ένα από τα δύο… … Dictionary of Greek
δυόσμος — η ονομασία τής αρωματικής πόας Μέντα η πιπερώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ηδύοσμος με αποβολή του αρχικού η (πρβλ. ηγούμενος γούμενος, ημερώνω μερώνω, υβρίζω βρίζω] … Dictionary of Greek
κινόνες — Ομάδα αρωματικών (κυκλικών) δικετονών, στις οποίες τα άτομα του άνθρακα των καρβονυλικών ομάδων αποτελούν μέρος του αρωματικού δακτυλίου. Προέρχονται από το βενζόλιο και τα παράγωγά του, με αντικατάσταση δύο ατόμων υδρογόνου από δύο άτομα… … Dictionary of Greek
κύφις — κύφις, ἡ (Μ) είδος αρωματικής ουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κύφι (τὸ), με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
νίτρωση — θεμελιώδης εργασία στην οργανική χημική βιομηχανία, η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας νιτρομάδας ( NOj) σε αντικατάσταση ενός ατόμου οργανικού υδρογόνου. Η δραστικότητα κατά τη ν. ποικίλλει ανάλογα με τη φύση των ενώσεων· μερικές ουσίες, όπως … Dictionary of Greek
ξανθοπτερίνη — η (βιοχ.) κοινή ονομασία τής δικυκλικής αρωματικής αζωτούχας οργανικής ένωσης 2 αμινο 4, 6 διυδροξυ πτεριδίνη … Dictionary of Greek
ονυχάλειμμα — ὀνυχάλειμμα, τὸ (Μ) αλοιφή παρασκευασμένη από όνυχα, είδος αρωματικής ουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, υχος (Ι) + ἄλειμμα (< ἀλείφω)] … Dictionary of Greek
πάθιλον — πάθιλον, τὸ (Μ) είδος φαρμακευτικής αρωματικής παστίλιας … Dictionary of Greek
πρωτοκατεχικός — ή, ό, Ν φρ. «πρωτοκατεχικό οξύ» χημ. κοινή ονομασία τής αρωματικής οργανικής ένωσης 3, 4 διυδροξυ βενζοϊκό οξύ, που απαντά στους καρπούς τού φυτού ιλλίκιο και σχηματίζεται κατά την αλκαλική τήξη πάμπολλων προϊόντων, όπως είναι οι κατεχίνες, το… … Dictionary of Greek